- προβόλιμος
- προβόλ-ιμος, ον,A liable to a προβολή v, IG5(1).1145.53 ([place name] Gythium).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβόλιμος — ον, Α (ως δικανικός όρος) ο υποκείμενος σε προβολή ή αυτός που μπορεί να διενεργήσει προβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβολή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] … Dictionary of Greek